καμάρῳ

καμάρῳ
κάμαρος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καμαρώ — καμαρῶ, όω (AM) βλ. καμαρώνω …   Dictionary of Greek

  • καμάρωση — η (Α καμάρωσις) [καμαρώ] νεοελλ. το καμάρωμα ή η περηφάνεια, η έπαρση αρχ. 1. κατασκευή καμάρας, αψίδωση 2. ιατρ. είδος αψιδωτής θραύσεως οστού («καμάρωσίς ἐστιν ὀστοῡ διακοπή... ἀνακεκλάσθαι ἐξ ἀμφοτέρων καὶ παραπλησίως καμάραις ἐσχηματίσθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • καμαρωτικός — καμαρωτικός, ή, όν (Α [καμαρώ] αυτός που χρησιμοποιείται για την κατασκευή καμαρών, αψίδων, θόλων …   Dictionary of Greek

  • καμαρωτός — ή, ό (AM καμαρωτός, ή, όν, Α και καμαρωτός, όν) [καμαρώ] αυτός που έχει καμάρα ή αυτός που έχει κατασκευαστεί σαν καμάρα, αψιδωτός, θολωτός, τοξοειδής («ψαλιδώμασι καμαρωτοῑς ἐπὶ πεττῶν ἱδρυμένοις», Στράβ.) νεοελλ. 1. υπερήφανος 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • καμαρώνω — (AM καμαρῶ, όω, Μ και καμαρώνω) κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω (νεοελλ. μσν) 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν… …   Dictionary of Greek

  • κατακαμαρώ — κατακαμαρῶ, όω (Α) (κατά τον Ησύχ.) καλύπτω με θόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + καμαρῶ (< καμάρα)] …   Dictionary of Greek

  • κεκαμαρωμένος — κεκαμαρωμένος, η, ον (Α) καμαρωτός, αψιδωτός («κεκαμαρωμένοι οἶκοι», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. τού καμαρῶ «κατασκευάζω κάτι με καμάρες, με θόλους»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”